περιουσιασμός

περιουσιασμός
περιουσι-ασμός, ,
A = πλῆθος, Hsch.
II priuate possession, εἰς π. LXX Ps.134(135).4, cf. Ec.2.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιουσιασμός — priuate possession masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιασμός — ὁ, Α [περιουσιάζω] 1. εξουσία, κτήση («Ἰσραὴλ εἰς περιουσιασμὸν ἑαυτῷ», ΠΔ) 2. πλήθος («περιουσιασμὸς βασιλέων», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • περιουσιασμοῦ — περιουσιασμός priuate possession masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιασμούς — περιουσιασμός priuate possession masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιασμῷ — περιουσιασμός priuate possession masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσιασμόν — περιουσιασμός priuate possession masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”